- κολλητερό
- το банка для варки клея
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κολλητερό — το ειδικό δοχείο κατασκευασμένο από δύο αγγεία, εσωτερικό και εξωτερικό, τα οποία δεν εφάπτονται και το μεν εσωτερικό χρησιμοποιείται για διάλυση ιχθυόκολλας με ισχυρή θέρμανση τού νερού που υπάρχει μεταξύ τών δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλητήρι + κατάλ … Dictionary of Greek